-
1 правило
пра́вил||ос1. ὁ κανόνας, ὁ κανών:\правилоа вну́треннего распорядка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός· \правилоа у́личного движения ὁ κανονισμός τής τροχαίας κινήσεως· грамматические \правилоа οἱ κανόνες τής γραμματικής· по всем \правилоам καθ' ὅλους τους κανόνας· по \правилоам игры σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ· нарушать \правило παραβιάζω (или παραβαίνω) τόν κανόνα· соблюдать \правилоа τηρώ τούς κανόνες, συμ-μορφοὔμαι μέ τούς κανόνας· нет \правилоа без исключения ὁ κάθε κανόνας ἔχει ἐξαιρέσεις·2. мат ἡ μέθοδος, ὁ κανών:тройное \правило ἡ μέθοδος τῶν τριῶν3. (принцип) ὁ κανών, ὁ κανόνας, ἡ ἀρχή:взять себе за \правило παίρνω ὡς κανόνα, ἔχω σάν ἄρχή. -
2 норма
норма ж 1) η νόρμα ( καθορισμένη ποσότητα) 2) (закономерность) ο κανόνας, о νόμος* * *ж1) η νόρμα (καθορισμένη ποσότητα)2) ( закономерность) ο κανόνας, ο νόμος -
3 правило
правило с о κανόνας- ο κανονισμός (положение)· \правилоа уличного движения о κανονισμός της τροχαίας* * *сο κανόνας; ο κανονισμός ( положение)пра́вила у́личного движе́ния — ο κανονισμός της τροχαίας
-
4 линейка
-
5 правило
правило 1-а ουδ.1. κανόνας•грамматические -а γραμματικοί κανόνες.
2. κανονισμός•-а внутреннего распорядка κανονισμός εσωτερικής τάξης•
-а уличного движения κανονισμός οδικής κυκλοφορίας•
соблюдать -а τηρώ τους κανόνες•
нарушать -а παραβιάζω τους κανόνες•
нет -а без исключений δεν υπάρχει κανόνας χωρίς εξαιρέσεις•
-а религии θρησκευτικοί κανόνες•
-а поведения κανόνες συμπεριφοράς.
|| γενική αρχή•человек строгих -ил άνθρωπος αυστηρών αρχών•
я принял за правило το έβαλα σαν αρχή.
εκφρ.как правило – ως συνήθως•по всем -ам – α) με όλους τους κανόνες (επιμελέστατα), β) όπως πρέπει ή συνηθίζεται.правило 2-а ουδ.παλ. όργανο ομάλυνσης. || παλ. κουπί μακρύ. || (κυνηγ.) η ουρά σκύλου ή αλεπούς. -
6 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
7 кипрегель
ο κλιτομετρικός κανόνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кипрегель
-
8 линейка
ο κανών, ο κανόνας, ο πήχης(черта) η ρίγα (ξεν.)разметочная - σήμανση ς/σημα-δέματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > линейка
-
9 общий
1. (относящийся ко всему{}всем{}, охватывающий всех{}всё{} и т.п.) κοιν/ός, γενικός 2. (совокупный) ολικός, συνολικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общий
-
10 канон
канонм ὁ κανόνας, ὁ κανών. -
11 норма
норм||аж1. ἡ νόρμα, τό брю:\норма Βώ-работки ἡ νόρμα ἀπόδοσης στή δουλειά, τό δριο ἀπόδοσης στή δουλειά· техническая \норма ἡ τεχνική νόρμα· сверх \нормаы πάνω ἀπό τή νόρμα· \норма прибавочной стоимости эк. τό ποσοστό τής ὑπεραξίας' \норма довольствия воен. τό σιτηρέσιο[ν]·2. (закономерность) ὁ κανόνας, ὁ κανών:\нормаы литературного языка οἱ κανόνες τής φιλολογικής γλώσσας· \нормаы поведения οἱ κανόνες συμπεριφοράς. -
12 общий
общ||ийприл1. κοινός, γενικός:\общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:\общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
13 счетный
счет||ныйприл τοῦ λογαριασμοὔ, λογιστικός:\счетныйный работник ὁ λογιστής· \счетныйная линейка ὁ λογιστικός κανόνας· \счетныйная машина λογιστική μηχανή. -
14 канон
[κανόν] ουσ. α. κανόνας -
15 канон
[κανόν] ουσ α κανόνας -
16 закон
-а α.1. νόμος•основной закон θεμελιώδης (βασικός) νόμος•
избирательный закон εκλογικός νόμος•
чрезвычайный закон έκτακτος νόμος, έκτακτο μέτρο•
соблюдать -ы τηρώ τους νόμους•
свод -ов συλλογή νόμων, κώδικας•
уголовные -ы ποινικοί νόμοι•
обнародовать -ы δημοσιεύω νόμους•
нарушать -ы παραβιάζω τους νόμους, παρανομώ.
2. αρχή•закон архимеда η αρχή του Αρχιμήδη•
всемирный. закон тяготения ο νόμος της παγκόσμιας έλξης•
закон тяготения ο νόμος της βαρύτητας•
-ы развития природы и общества οι νόμοι εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας•
-ы классовой борьбы οι νόμοι της ταξικής πάλης.
3. κανόνας•-ы правописания οι ορθογραφικοί κανόνες•
-ы шахматной игры κανόνες σκακιού•
-ы приличия κανόνες καλής συμπεριφοράς.
4. παλ. θρησκεία.εκφρ.драконовские ή драконовы -ы – δρακόντειοι, νόμοι•закон божий – τα θρησκευτικά (σχολ. μάθημα)’ моисеев закон οι (δέκα) εντολές του Μωϋσή•ненаписанный закон – άγραφος νόμος•закон не писан (для кого) – δεν τον πιάνει ο νόμος (δεν είναι υ-τοχρεωμένος)•вопреки -а – παρά το νόμο•вне -а – εκτός νόμου•именем -а – εν ονόματι του νόμου•состоять ή жить в -е – ζω με νόμιμο γάμο•буква -а – το γράμμα του νόμου (αντίθετα προς το πνεύμα του νόμου). -
17 золотой
επ.1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•
золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.
|| χρυσαφής•-ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•
-ая рыба το χρυσόψαρο•
золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.
2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•-ые слова χρυσά λόγια•
золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•
золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.
3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•
-ая моя χρυσή μου.
εκφρ.золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•- ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•- ая молоджь – ειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•- ая рота – παλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•- ая свадьба – χρυσοί γάμοι•- ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•золотой стандарт – χρυσός κανόνας•золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•- ое время – ο πολύτιμος χρόνος•сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•- ых дел мастер – ο χρυσοχόος. -
18 канон
-а α.1. (εκκλσ.) κανόνας, θέσπισμα.2. μτφ. γενικός νόμος, αρχή τηρητέα.3. τα βιβλία των βραφών.4. (εκκλσ.) ύμνο;. -
19 логарифмический
επ.λογαριθμικός•-ая таблица λογαριθμικός πίνακας•
-ая линейка ο λογαριθμικός κανόνας.
-
20 масштабный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. της κλίμακας.2. μτφ. μεγάλης έκτασης, μεγάλων διαστάσεων, μεγάλου μεγέθους• μεγάλος, τρανός.εκφρ.- ая линейка – κανόνας επίπεδος με μετρικές διαιρέσεις.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάνονας — κάνονας, ο και κανόνας, ο εκκλησιαστική ποινή που επιβάλλεται σ αυτόν που αμάρτησε: Έκανε τον κάνονά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
κάνονας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
Γκλόγκερ, κανόνας του- — Κανόνας της οικολογίας, σύμφωνα με τον οποίο τα ζώα που έχουν συνηθίσει να ζουν σε υγρά περιβάλλοντα χαρακτηρίζονται από πιο έντονα χρώματα σε σχέση με άλλα που ανήκουν στο ίδιο είδος, αλλά ζουν σε πιο ξηρό περιβάλλον. Ο κανόνας αυτός… … Dictionary of Greek
κανόνας — ο 1. χάρακας: Πρέπει να χρησιμοποιείτε τον κανόνα για τις ευθείες γραμμές. 2. κριτήριο ή μέτρο πραγμάτων ή πράξεων: Ο Χριστός μας έδωσε κανόνα ζωής. 3. γενική αρχή, νόμος: Για την παραγωγή της πρότασης αυτής εφαρμόζονται τρεις γραμματικοί κανόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανόνας — κανών straight rod masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριθμικός κανόνας — Όργανο που βασίζεται στις ιδιότητες των λογαρίθμων, με το οποίο εκτελούνται γρήγορα υπολογισμοί, με ικανοποιητική ακρίβεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι υπολογισμοί εκτελούνται με τη βοήθεια διαφόρων λογαριθμικών κλιμάκων, με τις οποίες είναι … Dictionary of Greek
δεξιού χεριού, κανόνας — Μνημονικός κανόνας για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης του επαγωγικού ρεύματος σε έναν αγωγό που κινείται σε μαγνητικό πεδίο. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τοποθετούμε τον αντίχειρα, τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού κατά τέτοιο… … Dictionary of Greek
Μπέργκμαν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τα ομοιόθερμα ζώα των βορειότερων, άρα και πιο ψυχρών περιοχών είναι γενικά πιο μεγαλόσωμα από τα ζώα του ίδιου είδους… … Dictionary of Greek
Άλεν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους ορισμένων σωματικών τμημάτων των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος όπουν ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, μία από τις προσαρμοστικές μεταβολές τις οποίες υφίστανται τα ομοιόθερμα ζώα που ζουν σε… … Dictionary of Greek
Παρακλητικός κανόνας — Θρηνητικοί ύμνοι γραμμένοι στη συνηθισμένη μορφή των υμνογραφικών κανόνων. Συνοδεύονται από καθίσματα, από στίχους και άλλα τροπάρια, με τα οποία αποτελούν μικρή παρακλητική ακολουθία που ψάλλεται στους ναούς ή στα σπίτια. Με αυτά επιδιώκεται η… … Dictionary of Greek